-
1 σχιζω
(fut. σχίσω, aor. ἔσχισα; pass.: aor. ἐσχίσθην, pf. ἔσχισμαι)1) разрывать(ὀνύχεσσι Hes.; τὸ καταπέτασμα ἐσχίσθη εἰς δύο NT.)
2) рассекать, разрубать(κάρα πελέκει Soph.; σ. δώδεκα μοίρας HH.)
3) раскалывать, колоть(ξύλα Xen.)
4) разрезать, взрывать, вспахивать(νῶτον γᾶς Pind.)
5) расщеплять, разделятьΝεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων Her. — Нил, разделяющий Египет посредине;
σχίσαι περὴ τέν κεφαλέν τὰς φλέβας Plat. — окружить голову сетью кровеносных сосудов;ἐσχίσθη ὅ ποταμός Her. — река разделилась;ἐσχιζομένη ὁδός Her. — распутье;
См. также в других словарях:
φόνιος — ον, θηλ. και ία, Α [φόνος] (ποιητ. τ.) 1. αυτός που προέρχεται από φόνο («φονίας σταγόνας χυμένας ἐς πέδον», Αισχύλ.) 2. κηλιδωμένος με αίμα («χεῑρας φονίας ἐπικρύπτει», Αισχύλ.) 3. (για πράγμ. και για πράξεις ή καταστάσεις) αυτός που επιφέρει… … Dictionary of Greek